- σμίγω
- σμίγω, έσμιξα βλ. πίν. 21
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… … Dictionary of Greek
σμίγω — έσμιξα, σμίχτηκα 1. αναμειγνύω: Έσμιξαν τα δυο κοπάδια. 2. συναντώ: Βουνό με βουνό δε σμίγει. 3. αποκαθιστώ σχέσεις: Έσμιξε ξανά με τον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροσμίγω — σμίγω, ενώνω τα άκρα δύο αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + σμίγω] … Dictionary of Greek
ημεροσμίγω — σμίγω, συναντιέμαι, συνάπτομαι απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + σμίγω] … Dictionary of Greek
ερωτοσμίγω — σμίγω, ενώνομαι ερωτικά … Dictionary of Greek
άσμιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αναμιχθεί, ν ανακατευτεί με κάτι άλλο 2. εκείνος που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. συνδέει τη λ. με το αρχ. άμικτος, οπότε το σ θα οφείλεται σε ετυμολογική επίδραση του… … Dictionary of Greek
έσμιξη — η [σμίγω] 1. σμίξη, συνάντηση 2. συνοικέσιο, γάμος … Dictionary of Greek
ανταμώνω — [αντάμα] 1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω 2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μίγω — (ΑΜ) βλ. σμίγω … Dictionary of Greek